-
1 прервать
-рву, -рвшь, παρλθ. χρ. прервал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пр-рванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. διακόπτω, κόβω• σταματώ• λύνω•учитель вдруг заболел и -ал урок ο δάσκαλος ξαφνικά αρρώστησε και διέκοψε το μάθημα•
они с нами -ли все связи αυτοί με μας έκοψαν κάθε δεσμό (σχέση)•
разговор κόβω την κουβέντα•
прервать молчание λύνω τη σιωπή.
διακόπτομαι, σταματώ• λύνομαι•разговор -лся η συνομιλία διακόπηκε•
молчание -лась η σιωπή λύθηκε.
-
2 перервать
-рву, -вёшь, παρλθ. χρ. перервал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. перерванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. κόβω•-нитку, шнур κόβω την κλωστή, το σχοινί.
2. (κατα)σχίζω (όλα, πολλά)•перервать все бумаги σχίζω όλα τα χαρτιά.
3. διακόπτω•я вас -рву на минуту θα σας διακόψω για ένα λεπτό•
перервать телефонную связь διακόπτω την τηλεφωνική επικοινωνία (σύνδεση).
1. κόβομαι•лента -лась η ταινία κόπηκε.
2. κόβομαι (για όλα, πολλά).3. διακόπτομαι•